τοξοπλασμίνη

τοξοπλασμίνη
η, Ν
(βιοχ.) το αντιγόνο τού τοξοπλάσματος, που χρησιμοποιείται σε δερματικές δοκιμασίες για τον προσδιορισμό όψιμης υπερευαισθησίας στην τοξοπλάσμωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”